- τριημιαρτάβιον
- τρῐημῐ-αρτάβιον [pron. full] [τᾰ], τό,A one and a half artabae, PCair.Zen.376.8 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριημιαρτάβιον — τὸ, Α το ένα και μισό τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek